- ευπορία
- η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος]το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρειανεοελλ.-μσν.η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα»)μσν.-αρχ.η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να υπάρχει κάτι σε αρκετή ποσότητα (α. «εὐκαιρία ῥοδομέλιτος» β. «εὐπορία χρημάτων»)αρχ.1. ευκολία, ευχέρεια να κάνει κάποιος κάτι («εὐπορία ἦν ἡμῑν ποιεῑσθαι»)2. λύση αποριών και αμφιβολιών, άρση τών δυσκολιών στην κατανόηση κάποιου θέματος3. φρ. α) «ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία» — η αμοιβαία βοήθειαβ) «ἀρουραία εὐπορία» — γεωργικός πλούτος.
Dictionary of Greek. 2013.